- αναίσχυντος
- η , ο [ος , ον ] 1. бесстыдный, наглый, нахальный;2. (ο ) нахал, наглец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναίσχυντος — shameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίσχυντος — η, ο επίρρ. α αδιάντροπος, αναιδής, θρασύς: Όλα όσα διαδίδει είναι αναίσχυντα ψέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναισχυντότερον — ἀναίσχυντος shameless adverbial comp ἀναίσχυντος shameless masc acc comp sg ἀναίσχυντος shameless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀναίσχυντος — ἀναίσχυντος , ἀναίσχυντος shameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντότατα — ἀναίσχυντος shameless adverbial superl ἀναίσχυντος shameless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντότατον — ἀναίσχυντος shameless masc acc superl sg ἀναίσχυντος shameless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχύντως — ἀναίσχυντος shameless adverbial ἀναίσχυντος shameless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίσχυντον — ἀναίσχυντος shameless masc/fem acc sg ἀναίσχυντος shameless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠναίσχυντος — ἀναίσχυντος , ἀναίσχυντος shameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντοτάτη — ἀναίσχυντος shameless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντοτάτοις — ἀναίσχυντος shameless masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)